- ἐχέτας
- ἐχέτας1 man of substance Et. Mag. s. v. ἐχέτας· ὁ πλούσιος ὡς Πίνδαρος fr. 304.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐχέτας — ἐχέτᾱς , ἐχέτης man of substance masc acc pl ἐχέτᾱς , ἐχέτης man of substance masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομωχέτας — ὁμωχέτας, ὁ (Α) αυτός που έχει κάτι μαζί με κάποιον άλλο ή αυτός που συγκατοικεί με άλλον («ὁμωχέται θεοί» οἱ συμμετέχοντες τῶν αὐτῶν σπονδῶν ἢ ὁμοβώμιοι καὶ ὁμόναοι», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ὁμο εχέτας, με συναίρεση τών φωνηέντων οε (<… … Dictionary of Greek
πλατιωχέτας — ὁ, Α ο γείτονας. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *πλατιο εχέτας (< πλατίον, δωρ. τ. τού πλησίον + ἔχω), με συναίρεση τών οε , πρβλ. ομ ωχέτας] … Dictionary of Greek